ανάμικτης

ανάμικτης
ο
1) тигель; 2) карбюратор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ανάμικτης" в других словарях:

  • αναμίκτης — ο [αναμειγνύω] τεχνολ. διάταξη, με την οποία επιτυγχάνεται η ανάμιξη διαφόρων υλικών μίξερ …   Dictionary of Greek

  • εξαεριωτής — και εξαερωτής, ο όργανο τών κινητήρων έκρηξης στο οποίο προκαλείται αυτομάτως η ανάμιξη τού ατμοσφαιρικού αέρα με τους ατμούς τού υγρού καυσίμου (βενζίνης), στην κατάλληλη αναλογία για την τροφοδότηση τής μηχανής (ανθρακωτήρας, ανάμικτης,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»